βιοποριστικός

βιοποριστικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τον βιοπορισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιοποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βιοπορισμό: Τα νέαφορολογικά μέτρα πλήττουν τα βιοποριστικά επαγγέλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”